- ἀσφυξία
- ἀσφυξίᾱ , ἀσφυξίαstopping of the pulsefem nom/voc/acc dualἀσφυξίᾱ , ἀσφυξίαstopping of the pulsefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… … Dictionary of Greek
ασφυξία — η σταμάτημα των σφυγμών, δυσκολία αναπνοής, αποπνιγμός: Πέθανε από ασφυξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφυξίας — ἀσφυξίᾱς , ἀσφυξία stopping of the pulse fem acc pl ἀσφυξίᾱς , ἀσφυξία stopping of the pulse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφυξίαι — ἀσφυξίᾱͅ , ἀσφυξία stopping of the pulse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφυξίαν — ἀσφυξίᾱν , ἀσφυξία stopping of the pulse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφυξίη — ἀσφυξία stopping of the pulse fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
ασφυκτικός — και ασφυχτικός, ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός 2. ο σχετικός με την ασφυξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ασφυξιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία 2. «ασφυξιογόνα αέρια» πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία … Dictionary of Greek
ασφυξιογόνος — α, ο αυτός που προκαλεί ασφυξία: Τα ασφυξιογόνα αέρια φέρνουν θάνατο από ασφυξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)